λειψόθριξ

λειψόθριξ
λειψόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μαδήσει τις τρίχες του
2. αυτός που έχει χάσει τα περισσότερα από τα μαλλιά του, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • лихой — лих, лиха, лихо, укр. лихий злой, дурной, несчастный , др. русск. лихъ лишенный, печальный, злой, плохой, лихой, отважный , ст. слав. лихъ ἀλλότριος (Супр., Клоц.), болг. лих, ж. лиха, ср. р. лихо злобный, лихой, своенравный , сербохорв. ли̑х,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • γαμψός — ή, ό (AM γαμψός, ή, όν) κυρτός, αγκυλωτός αρχ. (για πτηνά) ο γαμψώνυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω* «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < *γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ …   Dictionary of Greek

  • λειψός — ή, ό (Μ λειψός, ή, όν) 1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη, ελλιπής, λιγοστός, μη πλήρης 2. (για πρόσ.) ατελής στο σώμα ή στο πνεύμα, σωματικά ή διανοητικά ανάπηρος νεοελλ. 1. (για βρέφος) αυτός που γεννήθηκε πρόωρα 2. ατελής («μού κανες λειψή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”